- προσμυρομαι
- προσμύρομαιπροσ-μύρομαι(ῡ) притекать, втекать, вливаться
(μυρομένῳ ποταμῷ Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(μυρομένῳ ποταμῷ Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
προσμύρομαι — Α. κελαρίζω και εγώ («μυρομένω ποταμῷ προσεμύρετο πηγή», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + μύρομαι (για ποταμό) «τρέχω, ρέω, κυλώ»] … Dictionary of Greek
προσεμύρετο — προσεμύ̱ρετο , προσμύρομαι make tearful lament in answer to imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)